- ἐπαείρω
- ἐπαείρω1 extol
στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον O. 9.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον O. 9.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
επαείρω — ἐπαείρω (Α) ιων. και ποιητ. τ. τού ρ. έπαίρω* … Dictionary of Greek